-
1 πρόφρων
πρό-φρων, ονος ( φρήν): adj., regularly used not as attributive but as adverb, cheerful(ly), gracious(ly), kind- (ly), zealous(ly), earnest(ly); ironical, πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία λιτοίμην, ‘in good earnest,’ i. e. I could not do it, Od. 14.406; as adj., θῦμῷ πρόφρονι, Il. 8.40.—Adv., προφρονέως (Il.).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόφρων
-
2 πρόφρων
A with forward mind, i.e. of one's free will,οὐδέ τί πώ μοι π. τέτληκας εἰπεῖν ἔπος Il.1.543
; π. κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην I should be fain to entreat Zeus, Od.14.406: hence, kindly, gracious, willing, usu. predicative (as always when used of persons in Hom.),ὄμοσσον π. ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
;π. κατένευσε Κρονίων 8.175
;ὁ δέ με π. ὑπέδεκτο 9.480
, cf. Od.2.387;π. Δαναοῖσιν ἄμυνεν Il.14.71
, cf. Sapph.118; π. τελεῖν, ἀείδειν, Pi.P.5.117, N.5.22;προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν Id.I.4(3).43
;καί σε.. π. θεὸς φυλάσσοι A.Ch. 1063
;γενοῦ π. ἡμῖν ἀρωγός S.El. 1380
;π. σε.. Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο E.Alc. 743
(anap.).2 earnest, zealous, ὅτε δὴ.. π. ἐθέλοιμι ἐρύσσαι in earnest, Il.8.23; οὔ νύ τι θυμῷ πρόφρονι μυθέομαι ib.40;εἰ δὴ πρόφρονι θυμῷ.. ἀνώγει 24.140
;ἀμύνειν π. θ. Od.16.257
;βοῦν π. θ. δασσάμενος προέθηκε Hes.Th. 536
; alsoπ. κραδίη Il.10.244
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόφρων
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий